οὐρανουσία

οὐρανουσία
οὐρᾰν-ουσία, ,
A heavenly element, PMag.Lond.121.831.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουρανουσία — οὐρανουσία, ἡ (Α) («μαγική» λέξη) η ουσία τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο* + οὐσία] …   Dictionary of Greek

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”